Новогреческий словарь
αρτηρίδιο
αρτηρίδιο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρτηρίδιο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
παθητικό
—
αμινοβενζόλιο
—
βγαλτό
—
φωτογόνος
—
ξεκαρδίζω
—
αποδεκάτισμα
—
εχεφροσόνη
—
μεταποιώ
—
λαογραφικός
—
στολισμός
—
επονομασία
—
λαμνοκόπος
—
ξερατό
—
ενεργός
—
Π
—
παράθεση
—
αρχιμηχανουργός
—
εξόριστος
—
ημιμάχιμος
—
εγήρασα
—
ριζικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве