|
незавитой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незавитой? — ακατσάρωτος как с (ново)греческого переводится слово ακατσάρωτος? — незавитой — ξεροβόρι — ξενοκοιμάμαι — λησταντάρτης — δεσποινίδα — αποκαρδιωτικά — κατάμπροστα — λοξίας — παχύτερος — καπνοσύριγγος — έκλαμπρος — πενηντάρι — θαλασσοφοβία — μελανός — σωληνώδης — τριβελλίζω — εγωπάθεια — σβηστήρας — Κυρά — αρτίστας — οπωροφαγία — κουτάβι |
|||