Новогреческий словарь
αυτοσκοπία
αυτοσκοπία
η филос., психол.
самонаблюдение, аутоскопия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самонаблюдение
? —
αυτοσκοπία
как на
(ново)греческом
будет слово
аутоскопия
? —
αυτοσκοπία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοσκοπία
? — самонаблюдение, аутоскопия
#
(ново)греческий словарь
—
ψειρού
—
σιγούρεμα
—
απαριθμώ
—
βοσκόπουλο
—
επαινετέος
—
αγγειοχειρουργός
—
σφουγγίζω
—
ανάφαλο
—
γλυκόπιοτος
—
κισσοστεφής
—
πολυμαθής
—
αλλεργιολόγος
—
λιμνίο
—
βλάστηση
—
ατμολουτήρ
—
αργολόγημα
—
επιστητόν
—
συναυτουργία
—
χωλότητα
—
επιβάλλω
—
εμπειρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,