|
η встреча, приём (гостя и т. д.); σπεύδω σέ ~ — спешить навстречу (гостю и т. д.) ; εξήλθε εις προϋπάντησίν μου — [phrase]он вышел меня встретить[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово встреча? — προϋπάντηση как на (ново)греческом будет слово приём? — προϋπάντηση как с (ново)греческого переводится слово προϋπάντηση? — встреча, приём — μισοζώντανος — ρεκορντγούμαν — φίμωση — απόρριγμα — καταλαγιάζω — διηλεκτρικότητα — πειραματόζωο — μάρκα — διαπυητικός — εμπαίνω — ενίσταμαι — διαπίστοση — ακαταρτισία — καταστρεπτικός — ραιβοποδία — επικίνδυνα — μουράγιο — παρτιτούρα — αφήκα — χωριατομαθημένος — Ιανουάρης |
|||