|
η большевичка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большевичка? — μπολσεβίκα как с (ново)греческого переводится слово μπολσεβίκα? — большевичка — αγουρογερασμένος — ρυπαρογραφία — χειροτεχνικός — συνάγω — λιγόχρονος — μουφλουζιά — νοησιαρχικός — Έλλην — διαστασιολόγηση — ετερόπτερος — ποσαπλάσιος — σακχαρολαβίς — ηδονιστής — ευστάθεια — βενετοκρατία — εκλεπτοσμένος — περιττολογώ — σπαρταράω — φιαλωτός — αμφίγειο — χαρακτηριστικά |
|||