|
η 1) ощупывание; διά ~ήσεως — наощупь, ощупью; 2) осязание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ощупывание? — ψηλάφηση как на (ново)греческом будет слово осязание? — ψηλάφηση как с (ново)греческого переводится слово ψηλάφηση? — ощупывание, осязание — μπέϊκα — κυβερνείο — αναχοχλακίζω — πονηρεύω — εφηβείον — ανυπάκουος — πυροτεχνουργία — γονοκοκκίαση — μετεωρικός — σαπισμένος — αντισεισμικά — αγαλμάτιο — αρχιναύκληρος — μομφή — πλατύστερνος — μυθοποιός — ανολογία — μαλαχτικός — ιπποδρόμιο — πατερίτσα — κείτομαι |
|||