|
прям., перен. меткий, точный; ~η βολή — точное попадание; ~η σφαίρα — меткая пуля; ~η παρατήρηση — меткое замечание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меткий? — εύστοχος как на (ново)греческом будет слово точный? — εύστοχος как с (ново)греческого переводится слово εύστοχος? — меткий, точный — λεηλατώ — αβούλητος — πρωτόνιο — διεκθλίπτης — αδικογεράνω — επιγραμματοποιός — αστιγμία — μιλιέμαι — αισθηματικά — σαθρότητα — πάγω — δίμοιρον — σκυλάδικο — υγραντικός — δελέασμός — καρκινογένεση — δικαιολογιέμαι — ασυνοίκιστος — φάρυγγας — δυσκολοσπόδειχτος — βότανα |
|||