Новогреческий словарь
εύστοχος
εύστοχ|ος
прям., перен.
меткий, точный
;
~η βολή — точное попадание
;
~η σφαίρα — меткая пуля
;
~η παρατήρηση — меткое замечание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
меткий
? —
εύστοχος
как на
(ново)греческом
будет слово
точный
? —
εύστοχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εύστοχος
? — меткий, точный
#
(ново)греческий словарь
—
διωρυγόκλειθρον
—
μενετός
—
μπεράτης
—
Κινέζος
—
επιτελάρχης
—
ματά
—
γαλανότης
—
φιλοτελικός
—
συγκομιδή
—
εθνοστρατιά
—
ροσμπίφ
—
οπλαρχηγός
—
προσελκύω
—
υδρονέφρωση
—
πετσετούλα
—
ξαφριστήρι
—
αγροικώ
—
διαβολόσπέρμα
—
επιφυής
—
ακοταγέλαστος
—
ζορμπάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω