|
~α αδέρφια близнецы; γέννησε ~α — [phrase]она родила двойню[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово близнецы? — γέμελλος как с (ново)греческого переводится слово γέμελλος? — близнецы — σιγουράρισμα — πινακίδα — επιτατικός — πρωτοπρεσβύτερος — διάρμισμα — μελιταίος — βεζίρισσα — αναπληρώτρια — αναπαλλοτρίωτο — θρύμμα — εντομικός — λιβάνι — μαδάω — αυτόθι — γουβωτός — κτενοποιός — τσιγγουνεύομαι — θεσμοδότης — ωτίδα — ευθυντήρ — γλυκόποτος |
|||