|
связывающий; соединительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово связывающий? — συζευκτικός как на (ново)греческом будет слово соединительный? — συζευκτικός как с (ново)греческого переводится слово συζευκτικός? — связывающий, соединительный — αλφαβητάριο — διαταράττω — ραδιοδέκτης — ιούτα — εξουδετέρωση — ωσμωτικός — ελεεινολογώ — μακροταξιδεύω — συμπλέκτης — διεκδικούμενος — εξαγνιστήριος — αγαπώς — ψαλίδι — ανταμικός — μετακάρπιον — αντιμωλία — κερδομανής — ανάχυση — πυξάρι — μακαρονάδα — λαϊκιστικός |
|||