|
(-εως) η моментальная съёмка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моментальная съёмка? — στιγμιογράφηση как с (ново)греческого переводится слово στιγμιογράφηση? — моментальная съёмка — λεύκινος — διαφέρω — δοντάκι — γαμιαίος — αναμερισμένος — κοχλιοφόρος — επιπλοποιείο — μαρμαρόχτιστος — ωμόπλινθος — έπεσα — έσωθεν — απρόληπτος — αμπαλλάζ — λιοτρίβι — ελαφρυντικό — αθώωση — ρέκασμός — τράκο — ξέμπλεγμα — βιολοντσελλίστας — κοκκινοσκούφα |
|||