|
ο, τό фольк. рождественский злой дух #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рождественский злой дух? — καρκάντζαλος как с (ново)греческого переводится слово καρκάντζαλος? — рождественский злой дух — μύσταξ — ριζόκαστρο — ιδιόκλιτος — αναισθητικός — πέπερι — βαθμονομώ — κροταφιαίος — απονιά — ακαταλόγιστος — παραξηλώνω — ξυλοχρωστικός — καματεύω — ξινίζω — επιδιορθωτής — εικοσαήμερος — ψύξη — λαμάζω — ψύχραιμος — άκλεπτος — θέμα — υπέρφορτος |
|||