Новогреческий словарь
πανηγυριστής
πανηγυριστ|ής
ο 1)
панегирист
;
2)
участник праздника
(чаще религиозного)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
панегирист
? —
πανηγυριστής
как на
(ново)греческом
будет слово
участник праздника
? —
πανηγυριστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
πανηγυριστής
? — панегирист, участник праздника
#
(ново)греческий словарь
—
γιατρολογώ
—
λαγάρισμα
—
παραπάνου
—
πλαστελίνη
—
τοξικομανία
—
εισείλκυσα
—
τελωνειακός
—
αφοδράριστος
—
τεϊοθήκη
—
οδοντοϊατρική
—
θεοποιητικός
—
πριγκιπόπουλο
—
αμφιταλαντεύομαι
—
γνωστότατος
—
αρμάτα
—
κοσμοκρατορία
—
μειοβένθος
—
νανάρισμα
—
τραπεζομάχαιρο
—
αντικομμουνισμός
—
πνευμονογράφηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве