|
укоренять; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укоренять? — ριζώνω как с (ново)греческого переводится слово ριζώνω? — укоренять — αγλέορας — τέταρτο — αναίτια — ερημόκκλησο — ευστοχώ — μπάρα — ξεχειλωμένος — αποδεικνύω — πλαστήρα — μελισσοκόμος — αμμώνιο — οινοπώλις — γυψοπλαστική — σκονίζω — μικρό — απολυμαντήρας — επιστολογραφικός — παθητικά — κλειδούχος — τρυλλίζω — σουρεαλίστρια |
|||