|
фаталистический; ~ άνθρωπος — фаталист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фаталистический? — μοιρολατρικός как с (ново)греческого переводится слово μοιρολατρικός? — фаталистический — αστροθετώ — υπερώιος — εικοσιπεντάρια — πλατύσωμος — εξώστεγον — σκωπτικός — κακόγνωμος — σέρζ — αξαλάφρωτος — φωλιά — κοκαλιάρης — κομψοπρέπεια — μίμηση — ντόμπρα — πρόζα — κλωστοϋφαντουργική — αποδημητικός — άγερτος — εξαγορεύω — άμπακας — τουρκοκρατία |
|||