|
ο уст. воевода #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воевода? — βοεβόδας как с (ново)греческого переводится слово βοεβόδας? — воевода — κοσμοχάλαση — αγκρίνιαστα — αργυρολάτρης — εμπνέω — ξυλοσκεπή — σαρωματίνα — διαλυστήρι — παρατηρητικός — φιλόκαλος — σούμμα — κιγκλιδωτός — ίκαρος — απόδειπνο — εύφωνος — έξοδος — φαλλός — μερκαντιλισμός — τρυπανίζω — ιεροκρύφιος — εξαεριστήρας — καραμπογιά |
|||