|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πνευμάτωση? — — εκτυλωτικός — ιχθυόσαυρος — αχυρο- — κυνοκέφαλος — ξιφοειδής — στρομβοειδής — βρεττανικός — ανθισμένος — αρχιερατεία — ξεμυτάω — διαφωνώ — ψαλιδιά — παραγερνάω — ίανθος — αρτεμισία — ταχύπορος — παγοκόφτης — διαποικίλλω — κομποσχοίνι — καμπανίτσα — αρνητής |
|||