πνευμάτωση

формы словаβ
πνευμάτωση



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πνευμάτωση? —


εκτυλωτικόςιχθυόσαυροςαχυρο-κυνοκέφαλοςξιφοειδήςστρομβοειδήςβρεττανικόςανθισμένοςαρχιερατείαξεμυτάωδιαφωνώψαλιδιάπαραγερνάωίανθοςαρτεμισίαταχύποροςπαγοκόφτηςδιαποικίλλωκομποσχοίνικαμπανίτσααρνητής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit