|
1) лесовод; 2) лесничий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесовод? — δασοκόμος как на (ново)греческом будет слово лесничий? — δασοκόμος как с (ново)греческого переводится слово δασοκόμος? — лесовод, лесничий — διαπιστευτήριο — δεκάλεπτο — τσουβαλάκι — μηλίνη — ανεξάλειφτος — πλάτυσμα — ανδρισμός — μελάνουρος — πυκνοκατωκημένος — απεικονίζω — παραιτούμαι — βουληφόρος — εφελκίδωσις — σπασμωδικά — βραχυκύκλωση — υδρόρνις — υπένδυσις — ανους — αργιλικός — παλτουδιά — χάσκα |
|||