|
ο ведро #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ведро? — σίκλος как с (ново)греческого переводится слово σίκλος? — ведро — χασαπιό — γυψάδικο — μουρντάρης — βλαχομπαρόκ — παρέαση — νοσσάς — οδόστρωμα — ποντικοκούραδο — κουράδας — πεζοπορώ — ανάργητος — αρσενικίαση — εργατοκρατία — επαμφοτερής — σιτάρκεια — ακολάκευτα — αδειασμένος — κουδούνα — λαθραλιεία — θυμιάτισμα — ωριόπλουμος |
|||