|
мед. гистологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гистологический? — ιστολογικός как с (ново)греческого переводится слово ιστολογικός? — гистологический — απονάρκωση — ευλογνοκομμένος — νεκροφιλικός — καθοδικώς — αυθαδιάζω — εκφασισμός — εχθρεύομαι — λεμφαγγειίτιδα — αλάνικα — εξαρτώμαι — δεκάστυλος — βουτυροκομικός — καράτι — διάκι — απόρημα — ασυνάρμοστος — μισοκοίλι — μετοίκιον — πατούνα — πατρωνάρω — γνέψιμο |
|||