|
украшенный слоновой костью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово украшенный слоновой костью? — ελεφαντοστόλιστος как с (ново)греческого переводится слово ελεφαντοστόλιστος? — украшенный слоновой костью — ατοποθέτητος — βασιλοφάγος — εντεροκήλη — λιμεναρχείο — χαμηλόμισθος — ακούραστος — νεκροσέντονο — μανόλια — σουμαδάκιας — πλαστογραφώ — σβηστήρας — τσατίλα — απελπισιά — μερώνω — κολοφώνιο — ευλογητής — αμιαντωρυχείο — αντιδογματίζω — αγριάγκαθο — καλολέω — ανερωτώ |
|||