Новогреческий словарь
παρατηρούμαι
παρατηρούμαι
:
~είται, ~ούνται — имеет место, наблюдается, замечается
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρατηρούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συρφετός
—
μαστάρι
—
βαλλιστικός
—
μωλωπίζω
—
χαραγή
—
μειλίγματα
—
εκχώρηση
—
πλήθουσα
—
αγιοκέρι
—
νιώσιμο
—
οξονικός
—
σύρριζα
—
λουμίνι
—
γλωσσαμύντορας
—
αγαλματόλιθος
—
συνειδητός
—
ρέγγα
—
κρυστάλλων
—
σουτζουκάκι
—
προσκλητήριο
—
εκκαθάριση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве