|
το мор. фок-мачта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фок-мачта? — τουρκέτο как с (ново)греческого переводится слово τουρκέτο? — фок-мачта — βλαχικός — πολυθάλαμος — βιβλιοκριτική — κλαψιάρα — συγκομιδή — καλάϊ — κόλπωμα — κυανός — γιδοβύζι — αποστρέβλωση — ετερομορφικός — κρεοκόπτης — θελξικάρδιος — μαινάδα — σκάλεμα — ανασκάφτω — εφάπτομαι — φορμαλίνη — ρήμα — γιέν — ωρισμένος |
|||