|
трудновьшолнимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трудновьшолнимый? — δυσεκπλήρωτος как с (ново)греческого переводится слово δυσεκπλήρωτος? — трудновьшолнимый — ενθύμηση — ανεύρυσμο — ευπαθής — τυραννία — ψευδόσοφος — οινοπνευματοπωλείο — πατατάκι — διαχειρίζομαι — διαδένω — κυνάγχη — αναπέφτω — τσιουκάνι — βραβευτής — χρυσόψαρο — διάδοχος — γυμνοθεραπεία — εποχικότητα — εξήντα — τρίσβαθος — φορεσιά — προτεραία |
|||