|
ο жилет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жилет? — γελέκος как с (ново)греческого переводится слово γελέκος? — жилет — παλιοπούστης — συγκοπή — γουρλίτικος — γλύκανση — φωτοβολώ — γεωδαισία — ογκόμετρο — αποκαλώ — σκουντί — συγκρίνω — εκτενής — θέαση — σκατομαλάκας — οργώ — μακαρίως — γονικός — επακολούθηση — μάντιλο — ερυθροκίτρινος — θάμασμα — λεονταρόψοχος |
|||