|
ο механик, техник-механик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово механик? — μηχανοτεχνίτης как на (ново)греческом будет слово техник-механик? — μηχανοτεχνίτης как с (ново)греческого переводится слово μηχανοτεχνίτης? — механик, техник-механик — ανορμήνευτος — παρόργιση — νοσήλια — γρίπιση — καλοβλέπω — πρόθυμος — πολυταξιδεμένος — αγορητής — φάρος — περιφέρω — τελειότητα — παζαριάτικος — άχωρος — όμβρα — εκλέπτυνση — σφυρώ — πρεσβυγενής — περιπλανώμαι — εξημερώσιμος — πορεύω — λιόλουτρα |
|||