|
(αόρ. απέκρινα) физиол. выделять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выделять? — αποκρίνω как с (ново)греческого переводится слово αποκρίνω? — выделять — χοροπήδημα — ερημητήριο — σαΐζω — αριθμητήριο — αποκορυφώνω — σουβλάκι — λιόλουστος — Ελλαδίτισσα — κοντοστέκω — υπαινικτικός — ποώδης — απόμερος — παχύδερμος — αμφιθάλασσος — τρύξ — παρωνύμιο — καημένος — κανονικότητα — βολιάζω — στρογγυλάδα — άνωρα |
|||