Новогреческий словарь
αποκρίνω
αποκρίνω
(αόρ. απέκρινα) физиол.
выделять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выделять
? —
αποκρίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκρίνω
? — выделять
#
(ново)греческий словарь
—
τορευτική
—
κοσμοπλημμύρα
—
αξόδευτος
—
κομπλιμεντόζος
—
ντροπαλός
—
εποπτεία
—
επιφυλάσσομαι
—
κρεουργώ
—
χαμόκλαδο
—
ασύρραπτος
—
τζαμτζής
—
αλβανόπνευστος
—
βολτ
—
κουρελιάρισσα
—
πιττακώνω
—
γραφοτυπία
—
κύμβαλο
—
ευμεταχείριστος
—
δοξοπηγή
—
αλειπτήρ
—
υπεροχή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω