θεριστικότητα

формы словаβ
θεριστικότητα
(-ητος) η воен. настильность



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово настильность? — θεριστικότητα
как с (ново)греческого переводится слово θεριστικότητα? — настильность


ξυλάκιεποικίζωτίγκι-τάγκααναπήδημακαταλαλώστοκάρισμαιδιώτιςεξαφανισθέντεςαλύχτημαεκφραστικόςτσαούσηςαπαλόσορκοςβιώσιμοςκρυσταλλογόνοςκλαασικισμόςλειψανοθήκηπολύτεκνοςδείλινίζωσταθερώνωενυπόθηκοςοπωροφάγος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit