|
(-ητος) η воен. настильность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово настильность? — θεριστικότητα как с (ново)греческого переводится слово θεριστικότητα? — настильность — ξυλάκι — εποικίζω — τίγκι-τάγκα — αναπήδημα — καταλαλώ — στοκάρισμα — ιδιώτις — εξαφανισθέντες — αλύχτημα — εκφραστικός — τσαούσης — απαλόσορκος — βιώσιμος — κρυσταλλογόνος — κλαασικισμός — λειψανοθήκη — πολύτεκνος — δείλινίζω — σταθερώνω — ενυπόθηκος — οπωροφάγος |
|||