Новогреческий словарь
εξωθερμικός
εξωθερμικός
хим.
экзотермический
;
~ή αντίδραση — экзотермическая реакция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
экзотермический
? —
εξωθερμικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξωθερμικός
? — экзотермический
#
(ново)греческий словарь
—
πλαδαρά
—
πανσές
—
εγκάθειρξη
—
επευφήμησις
—
συμπάθεια
—
μονόματος
—
απόθλιψη
—
αεριόμετρο
—
ολιγόκοσμος
—
δουλευτάρα
—
διεκπερσίοιση
—
τιμόνι
—
συμμαζευτός
—
ατομιστής
—
στενάχωρος
—
πλατσομύτης
—
πλοίου
—
ερήμασμο
—
συνδαύλιση
—
πολυκύλινδρος
—
ηλεκτροκαρδιογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве