|
против воли, неохотно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово против воли? — αξάβουλα как на (ново)греческом будет слово неохотно? — αξάβουλα как с (ново)греческого переводится слово αξάβουλα? — против воли, неохотно — σαρκοφαγώ — αρμοστής — μοτοσακό — ανθρωπολογικός — αφορισμός — συγχρονιστικός — καταξοδιάζω — αίμα — προπόνηση — παραφυσώ — εμμηνορροϊκός — χαμαλιάτικα — ξεδίπλωτος — εξιδανικεύω — κοιμώ — επουράνιος — σικλέτι — μύτος — αυτοεξόριστος — μίσεμα — απομαγνητοφώνηση |
|||