|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσικλητάρα? — — ζουζουνάκι — μερισμένος — τραντάζομαι — εγκρύπτομαι — χαροποιώ — διαπορώ — μυέλινος — γκορτσιά — συσσωμάτωση — περικαλλής — γεωτρία — στηθοσκόπηση — σύνωρος — αλαφράδα — έγκλιση — λαχανοπωλίτρια — φορολογήσιμος — αναθηματικός — αυτοκαταδίκη — ματόκλαδο — αυτοπειθαρχία |
|||