|
богатеть, становиться богатым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово богатеть? — πλουτώ как на (ново)греческом будет слово становиться богатым? — πλουτώ как с (ново)греческого переводится слово πλουτώ? — богатеть, становиться богатым — αντίκρυσμα — επιχείρημα — σπιθοβολή — αναποφασιστικότης — διαφημιστικό — σταδιομέτρηση — προκοπή — άρρητος — φθειρίζω — μελισσοτόπι — πολύτριχος — κακοδιοίκηση — ηξεύρω — ενθύμιο — πέραν — αγαθοπιστία — επιδημώ — επιβουλή — μάνητα — μέλλων — ακαταλληλότητα |
|||