|
η 1) гетра; 2) чулок; 3) подвязка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гетра? — περικνημίδα как на (ново)греческом будет слово чулок? — περικνημίδα как на (ново)греческом будет слово подвязка? — περικνημίδα как с (ново)греческого переводится слово περικνημίδα? — гетра, чулок, подвязка — φίλη — ανοσιουργία — ηνιοχεία — απωθητικότητα — προβάτειος — καταματώνω — θερμιδομετρικός — αξιοσύνη — λιανεύω — αστερωτός — καύχηση — ξέδομα — πταισματοδικείο — λαρυγγικός — απηλογιούμαι — αβάρετος — ξεμοντάρω — συγχώρηση — κοντορεβιθούλης — σκάλεμα — ελαιουργία |
|||