|
η экзаменатор (относится к объекту ж.р.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экзаменатор? — εξετάστρια как с (ново)греческого переводится слово εξετάστρια? — экзаменатор — εξανθρακίζω — απεικόνισμα — μετεμψυχώνομαι — καφετέρια — δεκαεννιά — ραμί — φαγοκυτταρικός — αεροκουβέντα — αποξύω — δεκράνι — συντριμμένος — συντρόφεμα — ανθελμινθικός — ανθρωπολάτρις — αεριωθούμενο — κατασβεστήρας — γαλατομπούρεκο — υδραργυρικός — ξεμολογιέμαι — μακέλεμα — γκιώνης |
|||