|
η левкой, матиола #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово левкой? — ματθιόλη как на (ново)греческом будет слово матиола? — ματθιόλη как с (ново)греческого переводится слово ματθιόλη? — левкой, матиола — λαοκατάρατος — θόλωση — γιδοπέτσι — νεοφυτικός — μανίζω — γαλακτοκόμος — εξιλεωτικός — βασκαίνω — αλληλοσυλλυπούμαι — χεριάζω — άσπιλος — ζουρλομανδύας — εκθαμβώνω — ημέρευμα — εμπρόθεσμα — τετραξωνικός — λαψάνα — ξυλόφωνο — τάγιστρον — λεμφοπενία — εμβρυολόγος |
|||