|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαλακομπούκωμα? — — σχωρεμένος — οξύθυμος — γδάρσιμο — οδοντοψήκτρα — ανιώ — νύκτωρ — συγκερνάω — διφορούμαι — αναγνωστικος — κακέκτυπο — γαϊτανάκι — βαλτώδης — εμπιστευτικός — χρονογράφος — αλληλοκατανόηση — γκίζω — παρετυμολογώ — πασσαλωμένος — τουρκιστί — μπρουμυτίζω — αυτοκίνητο |
|||