|
το физ. поляриметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поляриметр? — πολωσίμετρο как с (ново)греческого переводится слово πολωσίμετρο? — поляриметр — πολεμεφόδια — αηδονίζω — φατνικός — σπέκουλα — αντίληψη — κοινοποιούμαι — μίτρα — απαρχαιώνομαι — αϋπνία — καστελλάνος — αρμενιστί — ύστατος — μεσιτεία — ζεματιστός — επιθετικός — αρτεμισία — μητρυιός — φαρμπαλάς — κακόπιστα — καλλυντικός — τριβελλίζω |
|||