|
η кисет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кисет? — καπνοσακκούλα как с (ново)греческого переводится слово καπνοσακκούλα? — кисет — αγνάντια — ακαβούρδιστος — ωσμογράφος — υμενοειδής — διαυλακίζω — διακοινώνω — χορωδός — ανθρακοειδής — αμβλυωπώ — γκελλάω — ακρουμαίνομαι — απόδιπλα — ανταρτοπόλεμος — χοράρχης — νοθογένεια — Η — διαγκωνίζομαι — αντάμωση — παγανό — ανέργαστος — παθογόνος |
|||