Новогреческий словарь
ξεμοναχιασμένος
ξεμοναχιασμέν|ος
одинокий
;
~ο δέντρο — одинокое дерево
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одинокий
? —
ξεμοναχιασμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεμοναχιασμένος
? — одинокий
#
(ново)греческий словарь
—
βραδυπορία
—
απεικαστό
—
προκαταβάλλω
—
αποθαλασσιά
—
διευκρινής
—
χιονοπόλεμος
—
φωτοκύτταρο
—
υπερβάλλων
—
παραπροϊόντα
—
γλαρίς
—
συνημίτονο
—
μεγαλαυχώ
—
βουφθαλμία
—
διγώνιος
—
αποθωρακίζω
—
σκόπιμα
—
δράμι
—
ξενοδουλεύτρα
—
ρωσομάθεια
—
διακονώ
—
διαδηλωτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве