Новогреческий словарь




ηλέκτριση

ηλέκτριση
η 1) прям., перен. электризация;
2) перен. накаливание, накал


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово электризация? — ηλέκτριση
как на (ново)греческом будет слово накаливание? — ηλέκτριση
как на (ново)греческом будет слово накал? — ηλέκτριση
как с (ново)греческого переводится слово ηλέκτριση? — электризация, накаливание, накал


#(ново)греческий словарьυπερπροστατευμένοςιπποδρομίαδιπλάνονήδυμοςνονάοινομετρικόςπίνγκ-πόνγκλακκουβίτσααποπροσγείωσηφερμπαλάςδιόρυγμααδιάτρητοςγεροντοκρατίαξεκλειδώνωέγκλησιςπαρωνυχίδαπόντιοςτραγουδιστικάθλιπτικόςκαμιάναυτολόγος


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω