|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρελέγκω? — — τυχαία — παρωδία — συντρώγω — θεσπίζω — ιερωσύνη — αποστολικά — εκριζώνω — αράπω — κόντημα — κατηγορουμένη — γλυκέρινούχος — αχαράκωτος — φλόκκος — αρνοκόπι — τρούπα — ακροβολίζομαι — ξεπορτίζω — σβούρα — εκτριμμα — ανδράδελφος — μούντζα |
|||