|
тех. многофазный; ~ό ρεύμα — многофазный ток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово многофазный? — πολυφασικός как с (ново)греческого переводится слово πολυφασικός? — многофазный — κατοίκηση — ιερείον — άρσενοκοιτία — απόζερβος — προνομιούχος — κλινόποδος — Ευτέρπη — εφημερία — χοιράδα — άγερτος — ντροπαλός — αθώος — τρώγω — χαλύβωση — δεσπότης — ανταπαίτηση — διαυλακώνω — δώνω — ακαρίκωτος — φιλάδικος — αοριστολόγος |
|||