Новогреческий словарь
ελεγκτήρας
ελεγκτήρας
(-ήρος) ο тех.
контрольный прибор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
контрольный прибор
? —
ελεγκτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελεγκτήρας
? — контрольный прибор
#
(ново)греческий словарь
—
γαμβρός
—
τροχείο
—
ματέ
—
γραμμομόριο
—
γραμματοσημεμπορία
—
ισχύς
—
καλοθυμάμαι
—
απαρνησιά
—
επιμιξία
—
εντερόνεια
—
κακοτυχίζω
—
εννιάημερα
—
σημείωση
—
αγκρέμιστος
—
προσνεύω
—
συμφωνώ
—
εμβαδόν
—
αποσβεστήρας
—
σύστρεψη
—
υπεραναμονή
—
αισθητά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве