|
η маслобойный жёрнов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маслобойный жёрнов? — λιοτριβόπετρα как с (ново)греческого переводится слово λιοτριβόπετρα? — маслобойный жёрнов — αμβλύτητα — ηλεκτρονική — πατρικία — καρπίζω — ευήθως — φωνογραφώ — κιβωτιοποιείον — φάπα — ανασκαλεύω — κρόκος — διαπιστωτικός — ραμφοειδής — πρεσβυωπικός — υπερψήφιση — αναγέλιο — φυματίαση — χαραξιά — αλκαλικός — ζυθοποιός — φτεροπετάω — λαμποκοπή |
|||