|
το угольная лавка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угольная лавка? — ανθρακοπωλείον как с (ново)греческого переводится слово ανθρακοπωλείον? — угольная лавка — αιμοχαρής — γογγυσμός — στηθοσκοπώ — απιστομιούμαι — αψύχραντος — διεισδυτικός — αλάλαγμα — νομαρχώ — κερδοσκοπία — λοή — ανοδικός — δεκαεφτά — επίχριστος — ροοστάτης — μονοπάτι — συμπυρσοκρότησις — άνετος — δυσάγωγος — ταξιάρχης — βροτός — φωναχτός |
|||