Новогреческий словарь
χαροκαμμένος
χαροκαμμέν|ος
опечаленный смертью
(близкого человека)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
опечаленный смертью
? —
χαροκαμμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χαροκαμμένος
? — опечаленный смертью
#
(ново)греческий словарь
—
υγειονομικός
—
αποδαυλιάζω
—
σαγηνευτικά
—
ακόρδιστος
—
ανέγνων
—
ακροαματικότητα
—
μερτικό
—
φθοροποιός
—
πολυτονικό
—
πορνόσπιτο
—
βεντούζα
—
παραλογιάζω
—
απροχώρητο
—
ογδοηκονταετηρίδα
—
λίκνιση
—
κυτταρογενετική
—
λιονοτρεμούλα
—
σαρκοφάγος
—
ψυχοπάθεια
—
στιφάδο
—
παρεμπίπτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве