|
η воен. разг. сигнал «отбой» (для отхода ко сну) [x:trans]сигнал «отбой»;отбой[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сигнал «отбой»? — θοδώρα как на (ново)греческом будет слово отбой? — θοδώρα как с (ново)греческого переводится слово θοδώρα? — сигнал «отбой», отбой — παραπλανητικός — ρομάντζα — νευροπαθής — ποταμίσιος — γιγαντόκορμος — γαλακτερός — παυσίπονος — μελετητήριο — γκρεμίζομαι — κοντολαίμα — αξιότητα — ενδοστρέφεια — πρόγονοι — αστρόφεγγος — σκιάζομαι — προσπέραση — χαροκαμμένος — δαντελλοποιία — ρυμουλκό — βαμβακόσπορος — χαρτοπαιξία |
|||