|
το конгресс; τό αμερικανικό ~ — американский конгресс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конгресс? — κογγρέσσο как с (ново)греческого переводится слово κογγρέσσο? — конгресс — συναριθμώ — ανακάθημαι — νοσομανής — καλαμπουριστής — βληχή — ερυθρόκυτον — καταδρομικό — αιχμαλωτισμός — συγχαρητήριος — αναπόδεκτος — φιλοδοξία — μονομερίς — πολφίτιδα — αναφύτευση — καταβρεκτήριον — αναβατήρας — ωλένη — ξαγναντεύω — αφωρεσμένος — μαστιχόμελο — βώλος |
|||