|
το чихание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чихание? — φτάρνισμα как с (ново)греческого переводится слово φτάρνισμα? — чихание — καταλαλητό — αγκαίνιαστος — καταδίκη — αφρός — λαϊκότητα — ύσωξ — μεσάλα — ανθοβριθής — υπέργειος — πίπα — μικράτα — λειαντήριον — αρματομαχώ — στύω — φιστίκι — ψηλοτάβανος — καπήλευση — λυκανθρωπία — ολιγοτεκνία — πονοψυχιά — ξελάκκωμα |
|||