Новогреческий словарь
ανοικτο-
ανοικτο-
см. ανοιχτο
-
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
-
? —
ανοικτο-
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανοικτο-
? — -
#
(ново)греческий словарь
—
μπιτζάμα
—
εμπορεύσιμος
—
ξανθούλα
—
πολυώροφος
—
αντεροβγάλτισσα
—
συμπολιτευόμενος
—
μετοχάρης
—
ανεμοχάλαζο
—
Ξανθή
—
γεφύρωμα
—
επιπλώνω
—
σύνθετος
—
θεριεύω
—
αφοβέριγος
—
χοληδόχος
—
ευανθής
—
χτυποβρόντημα
—
έξωρος
—
προσαγώγιον
—
χελωνόστρακο
—
λάρυγξ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве