|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βάλλομαι? — — σκουπόχορτο — κοφίνα — αντιπαθητικός — τοποθέτηση — λινομπάμπακος — βερβέλι — στραβολαίμιασμα — ποτίζω — σγουριάζω — μασουρίζω — βολιάζω — κωδικοποιώ — ανασπαράσσω — αναπετάρισμα — σαρκώδης — κοσμήτορας — γλυκοκάλαμο — Εικοσιένα — τσαπατσουλιά — θαλαμάρχης — ομογνωμοσύνη |
|||